νταβαντούρι

νταβαντούρι
και νταβατούρι και ταβατούρι, το
1. έντονος θόρυβος που συνδυάζεται με αταξία και σύγχυση ως απόρροια συρροής πλήθους ανθρώπων
2. καβγάς, συμπλοκή, επεισόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tevatur «πολλοί μάρτυρες στο δικαστήριο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”